- νεκρώσῃς
- νεκρόωmake deadaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυτταροκίνες — Ομάδα διαλυτών –βιολογικά ενεργών– πρωτεϊνών, μικρής μοριακής μάζας, οι οποίες εκκρίνονται από ένα κύτταρο προκειμένου να τροποποιήσουν τη δική του λειτουργία, οπότε γίνεται λόγος για αυτοκρινή δράση των γειτονικών του κυττάρων (παρακρινής δράση) … Dictionary of Greek
αποσχίδα — η (Α ἀποσχίς, ιδος) [αποσχίζω] νεοελλ. (χειρουργ.) μικρό τμήμα οστού που έχει αποσπαστεί λόγω κατάγματος ή νέκρωσης αρχ. 1. (για φλέβες) διακλάδωση 2. (για βουνά) προεξοχή … Dictionary of Greek
νεκρωτικός — ή, ό (ΑΜ νεκρωτικός ή, όν) [νεκρώ] αυτός που προκαλεί νέκρωση («τῇ νεκρωτικῇ τῶν παθῶν ἐνεργείᾳ», Θεόδ. Στουδ.) νεοελλ. 1. αυτός που νεκρώθηκε, που εμφανίζει σημεία νέκρωσης 2. φρ. «νεκρωτικά φάρμακα» φάρμακα που, όταν έλθουν σε επαφή με ζωντανό… … Dictionary of Greek
ορχεκτομή — και ορχεκτομία, η χειρουργική αφαίρεση τού ενός ή και τών δύο όρχεων, σε περιπτώσεις νέκρωσης ή κακοήθους όγκου τού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. οrchectomy / orchiectomy < όρχις + εκτομή] … Dictionary of Greek
παλίνδρομος — η, ο (ΑΜ παλίνδρομος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που στρέφεται ή κινείται εναλλάξ προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις 2. μτφ. άστατος, ασταθής, ευμετάβλητος 3. φρ. α) «παλίνδρομη κύηση» ιατρ. η λόγω νέκρωσης τού εμβρύου στη μήτρα υποστροφή τής κύησης, η… … Dictionary of Greek
σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου … Dictionary of Greek
τυρώδης — ες / τυρώδης, ῶδες, ΝΑ [τυρός] τυροειδής νεοελλ. φρ. «τυρώδης νέκρωση» ιατρ. μορφή νέκρωσης που εμφανίζεται σε φυματίωση, αλλ. τυροειδής εκφύλιση ή τυροειδής αλλοίωση ή τυροειδοποίηση … Dictionary of Greek